- κεντρομυρσίνη
- κεντρομυρσίνη, ἡ (Α)η άγρια μυρσίνη, αλλ. οξυμυρσίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «αγκάθι» + μυρσίνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντρομυρσίνη — butchers broom fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 331 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, 8 χλμ. ΒΑ της Μύρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * ο (Α κόρνος) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής … Dictionary of Greek